20 ος, αυτός αυτώ γαίαν ούχ ευρών, όμως τοϊς οις πάροιθε συμβαλών ναυαγίοις, έμοιγ' έδειξεν ασφαλή τύχης οδόν.και τούδε πρώτον συμφοράν, δι' ών τ' έφυ, σκοπείν λέγω, στυγείν δε φιλοτίμους τρόπους: ουτοι γάρ, ουδέν άλλο, δαιμόνας θρόνων τους πρόσθεν εξέστησαν, ουρανού γένος: πώς oύν ποτ' άνθρωπός γε, και Θεού περ ών είκασμα, τώνδ' όναιτ' άν, ύστερον δ' αεί τίμα φίλων σεαυτόν ήν δ' εχθρός τις ή, εσθλοισιν αντάμειψον ου γάρ άργυρος φίλους ποιήσει της αληθείας πλέον. αεί δε χειρί πρόσφερ' ησύχους τρόπους, όπως άλύξεις τον κακόγλωσσον φθόνον. δεινών δε μηδέν έντρέπου, δίκαιος ών. όσ’ αν ποιης δε, πάνθ' υπέρ πάτρας ποίει, 30 Θεού τ', αληθούς τ' ήν δ' άρ' έκ τούτων πέσης, Θεώ τ' άρεστος και βροτοίς άγνός θανεί. βασιλεϊ δ' άμυνον.-νύν δε μ' εις δόμους άγε: και τήνδε δέλτον χειρός έξ έμής λάβει έχει δε τάμα χρήματ’ εγγεγραμμένα βασιλεί δ' εγώ ταύθ', ούπερ εξεδεξάμην, εις τουλάχιστον, επιγράφω. μόνον δέ μοι πάρεστιν ιερού τούδε περιβολή πέπλου, ή τ’ ευσεβής φρήν· τάλλα δ' ουκ έτ' έστι μοι. φεύ: Κρομύελλε φίλτατ', ει γάρ, ην εμώ χάριν 40 βασιλεί ποτ’ είχον, τήνδε και σμικρόν μέρος Θεώ προσεθέμην· ου γάρ εν γήρα ποτ' αν γυμνόν μ' αφήκε τους εμοίς εναντίοις. 35 CORIOLANUS. ACT 5. Sc. 3. - Thou know'st, great Son, The end of war 's uncertain : but this certain, That if thou conquer Rome, the benefit, Which thou shalt thereby reap, is such a name, Whose repetition will be dogg'd with curses ; Whose chronicle thus writ—" The man was noble, But with his last attempt he wiped it out; Destroy'd his country ; and his name remains, To the ensuing age, abhorr’d.” Speak to me, Son! Thou hast affected the fine strains of honour, To imitate the graces of the gods ; To tear with thunder the wide cheeks o' the air, And yet to charge thy sulphur with a bolt That should but rive an oak. Why dost not speak ? Thiņk’st thou it honourable for a noble man Still to remember wrongs ?–Daughter, speak you : He cares not for your weeping.–Speak thou, boy ; Perhaps thy childishness will move him more Than can our reasons.—There is no man in the world More bound to his mother; yet here he lets me prate, 5 10 *Ω ΚΛΕΙΝΟΝ αμόν σπέρμα, γιγνώσκεις ότι 15 20 25 Like one i’ the stocks. Thou hast never in thy life μάτην τάδ', ώς τιν' έν ξυλό καθήμενον ; που τη τεκούση μοίραν, ήν έδει, νέμων χάριτος έδειξας ; ήδ' υπόπτερον φίλη ορνίς νεοσσόν, δευτέρου γόνου πόθον αφεΐσα, κλάγγη πολλακις μεν εις μαχάς 30 προϋπεμψε, πολλάκις δε σ' εις δόμους πάλιν νίκης έχοντ’ εσήγε πάντιμον γέρας. προς ταύτά μ', ει σύγ' άδικα λίσσεσθαι μ' έρείς, λάκτιζε, φείδου μηδέν. ει δε γένδικα, είρξεις δέ τιμής της προσηκούσης εμέ, 35 των μητρός, oίμαι, καταφρονών, κακός τ' έσει, τίσιν τε μεγαλήν ούτι μη φύγης θεών ανήρ όδ', ως έoικεν, έμπάλιν στρέφειν φίλαι γυναικες, προσπίτνειν ήδη δοκεί. ικετών η ομαίμων κάρτ’ αν αιδοίτ' άν γονύ. 40 v. 26. Atticis erat tò Çudov poenæ genus. Aristoph. Eq. οίόν σε δήσω τώ ξυλώ. v. 28. Εurip. Ιph. Aul. δείξεις δε που μου πατρός εκ τούτου γεγώς και ν. 30. ΑΕschyl. Εumen. κλαγγαίνεις θ' όπως όρνις νεόσσων ούποτ' εκλιπων φόβον. v. 38. Soph. Trachin. ανήρ όδ', ως έoικεν, ου νέμειν έμοί φθίνοντι μοίραν. et Æschyl. Persæ. |