SHAKSPEARE. HENRY IV. PART II. Act 3. Sc. 1. O SLEEP, O gentle Sleep, Nature's soft nurse, how have I frighted thee, That thou no more wilt weigh my eyelids down, And steep my senses in forgetfulness ? Why rather, Sleep, ly'st thou in smoky cribs, Upon uneasy pallets stretching thee, And hush'd with buzzing night-flies to thy slumber; Than in the perfum'd chambers of the great, Under the canopies of costly state, And lulld with sounds of sweetest melody? O thou dull god, why ly'st thou with the vile, In loathsome beds; and leav'st the kingly couch, A watch-case, or a common larum-bell? Wilt thou, upon the high and giddy mast, Seal up the ship-boy's eyes, and rock his brains In cradle of the rude imperious surge ; And in the visitation of the winds, IDEM GRÆCE REDDITUM. REX HENRICUS SOMNUM ALLOQUITUR. Ω ΦΙΛΟΝ "Υπνου θέλγητρον, δς βροτών δέμας μαλακώς ατάλλεις, πως ποτ' εκφοβών σ’ έμής ευνής απήλασ’ ; ου γαρ ηδέως έτι βλέφαρα βαρύνεις, ουδ', αναψύχων πόνου, τέγγεις φρένας μοι νηδύμω λήθη κακών. τί σ', εν στέγαισι πολυκάπνοισι κείμενον, νυχία, βοώντες οξύ, κοιμίζουσ’ επί κώνωπες, εν δε στιβάσιν άστρωτοϊς πεσών φιλείς καθεύδειν μάλλον, ή 'ν θυώδεσι θαλάμους τυράννων, πολυτελών σκηνών ύπο, 10 θελγομένος ύμνων όμμαθ' ήδίστε μέλει ; φεύ! σκαιόν λέγω σε θεόν, δς αυχμωδούς έχει στρωμνής πενήτων, τον δε βασιλικών λέχος έχοντ’ άυπνον εκλέλοιπας, ως όταν κώδων' εν άστει πάννυχος τηρή φύλαξ. 15 τί δ'; ουκ εφ' υψηλή τε και δυσεββάτω ιστώ, πέδησας βλέφαρα παιδί ναυβάτη, ώς τ' έν λίκνω, κνώσσοντ’ εδίνησας, βρέφος, αυτή κλύδωνος αλμυρού τρικυμία ; και ταύθ', ότ’ άνεμος, αγρία μιχθείς αλί, v. 18. -- εδίνησας- Theocr. Idyll. 24. Who take the ruffian billows by the top, 51818. HENRY VIII. ACT 3. Sc. 2. WOLSEY. CROMWELL, I did not think to shed a tear κυρτών λαβών που κυμάτων πελωρίας 25 1818.] VOLSEUS CROMUELLO. ΚΡΟΜΥΕΛΛ', εγώ μεν ουκ έφην απ’ όμμάτων δάκρυα βαλεϊν ποτ', ουδ' εν εσχάτω κακού το σον δ' αληθές μ', οί τε γενναίοι λόγοι, νίκησαν, ώστε προς γυναικείον τρέπειν. νύν ούν τα δάκρυ’ εξομόρξωμεν· συ δε, 5 Κρομύελλε φίλτατ', ές τόσονδ' άκουέ μου: όταν δε λήθης, ώστε τεύξομαι, τύχω, κρυφθώ δ' έν υγρούς ήδη αναισθήτοις λίθοις, ίν' ου λόγος τις, ουδ' εμού μνήμη ποτέ έσται τoλοιπόν δή τότ' έν φίλοις λόγους 10 τοιουσδε λέξεις: Ταύτ' εμοί παρήνεσε Βολσείος, αυτός πολυπλάνου τιμής ποτέ οδούς επελθών, τό, τε κλέους δυσχειμερον κύμ' έκπεράσας, κάξερευνήσας μυχούς» ν. 28. θελγομένων άξει κώμα κατα βλεφάρων. Plato, apud Brunck. Anthol. tom. i. p. 171. v. 8. υγραν χέρα pro frigida. Εur. Phen. 1453. Found thee a way, out of his wreck, to rise in ; |