POEMS POEMS MACBETH. Act 1. Sc. 7. Macb. We will proceed no further in this business. He hath honour'd me of late; and I have bought Golden opinions from all sorts of people, Which would be worn now in their newest gloss, Not cast aside so soon. Lady M. Was the hope drunk Pr’ythee, peace ! What beast was it, then, 1820.] 13 PORSON PRIZE. PORSON PRIZE. ΜΑΚΒΗΘΟΣ. ΓΥΝΗ. ΜΑ. Ου πλέον προβησόμεσθα πράγματος τούτου, γύναι: Κείνος αρτίως μ' ετίμασ'· ήδ' έγωγή απάντοθεν χρυσέαν τιν' ημπόληκα δόξαν, ήν ασκεϊν πρέπει νύν, έως το σχήμα λαμπρόν, μήδ' έτ' ανθούσαν νέον ευθέως ούτω πρόεσθαι. ΓΥ. Μών κάτοινος ήν άρα 5 ελπίς ήν τότ' αμφοβάλλους καθ' ύπνω κοιμωμένη, του θράσους απαλλαγείσα, νύν άρ' εξεγείρεται, κάπί τούς πρόσθεν τοσαύτης μετ' αρετής ειργασμένους ωχρότητ’ ήμειψε χροιάς; τοιον ούν πεφύκεναι σέθεν έγωγ' έρωτα κρίνω. Προς θεών, ούκουν φοβεί δεικνύναι σαυτόν μεν οδος ήσθ' αεί προθυμία, τοίον εις έργων άμιλλαν, άρα τώνδ' εφίεσαι αν βίω κάλλιστα κρίνεις, είθ' υποπτήξας κάθη, φανερός ούτως εξελέγχθεις δειλός ως είης φύσιν, αιεν δς γ' έας έπεσθαι τω ποθεϊν το δεδιέναι, 15 ως ύδωρ γαλή φοβείται, καίπερ επιθυμούσ' άγρας ; ΜΑ. "Έα: [εγώπάνθ' όσ’ ανδρί δράν προσήκει, πρώτος αν τολμώμ' δς πέρα τούτων προβαίνει, θήρ τις, ουκ ανήρ έφυ. ΓΥ. Η τότ' ήν τι θηρίωδες άρα κάν σαύτου φρεσιν, εύτε μετέδωκας το πρώτον τώνδε μοι κοινωνίαν ; 20 ουμένουν ανήρ τότ' ήσθα, τώνδ' ότ' ουκ είχεν σ' όκνος: κεί τετολμηκώς τι μείζον ήσθα, θηρός αν φύσιν ν. 3. πένητα ναίειν, δόξαν ήμποληκότα. Εur. Be so much more the man. Nor time, nor place, If we should fail- Bring forth men-children only! ουδαμώς έχων έδειξας, αλλ' έτ’ άνδρείας πλέον. και γάρ ού τόπος τότ' ουδεν, ούτε καιρός, ωφέλει: αλλά μην όμως έμελλες καν βία προσαρμόσαι. 25 ήν ιδού και σοι πάρεισιν-τούτο δ' αυ το ξύμφορον νυν σε μεν τίθησ’ άνανδρον, και σθένος λύει το πρίν. τέκν' εγώ ποτ' εξέθρεψα, και παθούσ’ επίσταμαι αμφί παϊδ' έλκοντα μαστόν ως έρως έστιν γλυκύς: αλλ' έγωγ', έως έκειτο προσγελών μ' εν αγκάλαις, νηπίου τίτθην όμως αν εκ στόματος απέσπασα, κείς πέδον ρίψασ', έφυρον ούδας αυθέντη φόνω είπερ ώδ' όρκοις μεγίστοις, ως σύ νύν, έδησάμην. MA. Μή νυν εκ τούτων σφαλώμενΓΥ. μη σφαλώμεν, εκφοβεί; σύγε μόνον ψυχήν επαίρειν εστ' αν εμπέδως έχη, 35 κού σφαλησόμεσθ' ύπνω γάρ ο βασιλεύς όταν κλιθή, (εμπεσείν γάρ είκός έστιν υπό μακράς οδού βαθύν) ώδ' εγώ μέθη ταράξω διπτύχων οπαόνων νούν, ίν' η μνήμη, πάροιθεν ήτις ήν φρενών φύλαξ, αιθέρος δίκην άφαντος ή σκιάς οιχήσεται» 40 καυτό της ψυχής μέλαθρον, άγγος ως τετρημένον, μηδέν αν σώζειν δύναιτο καθ' όταν χοίρων δίκην κείμενοι τύχωσ', επ' ούδας θανασίμοι πεπτωκότεςποιον έσθ' δ μή δυναίμεθ' έργμα λυμαντήριον κείνον αν δράσαι κλιθέντα και ποια μη καθύβρισαι 45 προσπόλους βρεχθέντας και οισιν αιτία προσθήσεται τήσδε γε φθοράς μεγίστης. MA. Παϊδας άρσενας μόνον, ν. 29. ης πρώτα μαστον είλκυσα. Εur. Pheniss. For thy undaunted mettle should compose Who dares receive it other? I am settled, and bend up I a Each corporal agent to this terrible feat. Away! and mock the time with fairest show: False face must hide what the false heart doth know. [1821. OTHELLO. ACT 1. Sc. 2. Oth. AND, till she come, as truly as to Heaven Duke. Say it, Othello. Oth. Her father loved me; oft invited me; |